ζαβολιάρης

ζαβολιάρης
-άρα και -άρισσα, -ικο [ζαβολιά]
1. αυτός που κάνει ζαβολιές στο παιχνίδι και προσπαθεί να κερδίσει αντικανονικά και με απάτη
2. ο δύστροπος ή κακόπιστος στις συναλλαγές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ζαβολιάρης, -α, -ικο — αυτός που κάνει ζαβολιές: Αυτός ο ζαβολιάρης μάς χάλασε το παιχνίδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”